στεατώ

στεατώ
-όω, ΜΑ [στέαρ, -ατος]
μσν.
(το παθ.) στεατοῡμαι, -όομαι
πάσχω από στεάτωμα
αρχ.
με εκτρέφουν ώστε να παχύνω υπερβολικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεάτωση — η, Ν [στεατῶ] ιατρ. (ανακριβώς) η λιπώδης εκφύλιση και η παθολογική παχυσαρκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”